-
1 Right
adj.Fit, proper: P. and V. εὐπρεπής, πρέπων, προσήκων, εὐσχήμων, σύμμετρος, καθήκων, Ar. and P. πρεπώδης, V. προσεικώς, ἐπεικώς, συμπρεπής.What is right, duty: see Duty.Reasonable, fair: P. and V. εἰκός.This too is right: V. ἔχει δὲ μοῖραν καὶ τόδε (Eur., Hipp. 988).Hit the mark: P. and V. τυγχάνειν.Thinking that the future will come right of itself: P. τὰ μέλλοντα αὐτοματʼ οἰόμενοι σχήσειν καλῶς (Dem. 11).Right as opposed to left: P. and V. δεξιός.The right hand: P. and V. δεξιά, ἡ.To the right of you: V. ἐν δεξιᾷ σου (Eur., Cycl. 682).Straight, direct: P. and V. εὐθύς, ὀρθός.Adverbially: P. and V. εὐθύ, occasionally εὐθύς.Thinking there was a way right through to the outside: P. οἰόμενοι... εἶναι... ἄντικρυς δίοδον εἰς τὸ ἔξω (Thuc. 2, 4).Right through, prep.: V. διαμπάξ (gen.) (also used in Xen. as adv.), διαμπερές (gen.) (also used in Plat. as adv.).Right angle: P. ὀρθὴ γωνία, ἡ.At right angles: use adj., P. ἐγκάρσιος.——————subs.Justice: P. and V. τὸ δίκαιον, θεμίς, ἡ (rare P.), P. δικαιοσύνη, ἡ, V. τὸ μἀδικεῖν, τοὔνδικον (Eur., frag.).Legal right: P. and V. δίκη, ἡ.Rights: P. and V. τὰ δίκαια.Just claim: P. δικαίωμα, τό.Have a right to: P. and V. δίκαιος εἶναι (infin.) (Eur., Heracl. 142), Ar. and P. ἄξιος εἶναι (infin.).By rights: use rightly.Put to rights: see put right, under Right.——————v. trans.Set upright: P. and V. ὀρθοῦν.Guide aright: see under Guide.A ship strained forcibly by the sheet sinks, but rights again, if one slackens the rope: V. καὶ ναῦς γὰρ ἐνταθεῖσα πρὸς βίαν ποδὶ ἔβαψεν, ἔστη δʼ αὖθις ἢν χαλᾷ πόδα (Eur., Or. 706).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Right
-
2 Fair
adj.Of colour as opposed to dark: P. and V. λευκός, V. πάλλευκος.Beautiful: P. and V. καλός, εὐπρεπής.Of personal appearance: P. and V. εὐειδής (Plat.), V. εὐωπός, καλλίμορφος, εὔμορφος, Ar. and V. εὐφυής.Favourable, auspicious: P. and V. καλός, εὔφημος (Plat.), εὐτυχής, V. δεξιός, εὐμενής, πρευμενής, Ar. and V. αἴσιος (also Xen. but rare P.).Of wind: P. and V. οὔριος.A fair wind: V. οὖρος, ὁ (also Xen.). Of weather. P. εὔδιος (Xen.).Fair weather: P. and V. εὐδία, ἡ.If all be fair now between you and Thebes: V. ταῖσι Θήβαις εἰ τανῦν εὐημερεῖ καλῶς τὰ πρὸς σέ (Soph., O.C. 616).Equitable: P. and V. ἴσος, ἐπιεικής.Impartial: P. and V. κοινός.By fair means: see Fairly.When he comes I will speak him fair: V. μολόντι δʼ αὐτῷ μαλθακοὺς λέξω λόγους (Eur., Med. 776).Moderate: P. and V. μέτριος.Fair words: use subs., P. and V. εὐφημία, ἡ.Use fair words, v.: P. and V. εὐφημεῖν.——————subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fair
См. также в других словарях:
ορθός — ή, ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, ή, όν) 1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.) 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»). 3. ευθύς, ίσιος («Ἀπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι … Dictionary of Greek
κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα … Dictionary of Greek
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
όρθιος — α, ο (ΑΜ ὄρθιος, ία, ον Α αττ. τ. θηλ. και ὄρθιος) [ορθός] 1. τεταμένος προς τα πάνω, ορθός, στητός, ευθυτενής 2. (για λίθους στην οικοδομή) τοποθετημένος κατά μήκος στον τοίχο, ώστε να φαίνεται η στενή πλευρά του 3. (για ζώα) αυτός που στέκει… … Dictionary of Greek
ορθαγορίσκος — ο (Α ὀρθαγορίσκος) νεοελλ. ζωολ. γένος ψαριών που το γνωστότερο είδος του έχει την κοινή ονομασία φεγγαρόψαρο αρχ. 1. χοιρίδιο που ακόμη θηλάζει 2. είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει από το όν. τού τυράννου … Dictionary of Greek
ορθώνω — (ΑΜ ὀρθῶ, όω) [ορθός] 1. σηκώνω κάτι που έπεσε ή βρίσκεται κάτω 2. φέρνω σε όρθια θέση κάτι που έχει λοξή στάση 3. μέσ. ορθώνομαι, ὀρθοῡμαι, όομαι σηκώνομαι και στέκομαι όρθιος νεοελλ. 1. (η προστ. αορ.) όρθωσον ναυτ. παράγγελμα που δίνεται προς… … Dictionary of Greek
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
Δίας ή Ζευς — I Η κορυφαία μυθολογική θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεο. Η μορφή του θεού αυτού είχε την προέλευσή της σε ένα υπέρτατο ον των ινδοευρωπαϊκών λαών, που είχε το όνομα του φωτεινού ουρανού, το οποίο διατηρείται στις διάφορες ιστορικές γλώσσες:… … Dictionary of Greek
νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… … Dictionary of Greek
εξέταση — I Δοκιμασία ή σύνολο δοκιμασιών που αποβλέπουν στον έλεγχο των γνώσεων των μαθητών και στην απονομή ενός τίτλου σπουδών. Συναφής προς την ε. όρος είναι ο διαγωνισμός, αλλά οι δύο έννοιες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους ως προς τον σκοπό, το… … Dictionary of Greek